τριαμτερένη

τριαμτερένη
η, Ν
(φαρμ.) διουρητικό παράγωγο τής πτεριδίνης το οποίο αυξάνει την αποβολή νατρίου, χλωρίου και διττανθρακικών και ελαττώνει την απέκκριση καλίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”